τερατωδώς

τερατωδώς
τερατωδῶς ΝΜΑ
βλ. τερατώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τερατωδῶς — τερατώδης portentous adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατώδης — ες /τερατώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τέρας, ατος] 1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.) 2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους τής φύσης, μη φυσιολογικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”